παραποίηση

παραποίηση
η / παραποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ [παραποιώ]
παράνομη, δόλια απομίμηση, νόθευση (α. «παραποίηση γραμματοσήμων» β. «παραποίηση νομίσματος» — παραχάραξη νομίσματος)
νεοελλ.
διαστρέβλωση, αλλοίωση («παραποίηση τής αλήθειας»)
μσν.-αρχ.
μικρή μεταβολή, ελαφρά αλλοίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραποίηση — η σκόπιμη απομίμηση, νοθεία, αλλοίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

  • διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… …   Dictionary of Greek

  • παραχάραξη — Η παραποίηση ή η νόθευση νομίσματος, χάρτινου ή μεταλλικού, με σκοπό να τεθεί σε κυκλοφορία ως γνήσιο, καθώς και η προμήθεια ενός τέτοιου παραποιημένου ή νοθευμένου νομίσματος για τον ίδιο σκοπό. Κατά την ελληνική νομοθεσία, το αδίκημα τιμωρείται …   Dictionary of Greek

  • παρωδία — Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να …   Dictionary of Greek

  • Κολακώνυμος — Κολακώνυμος, ὁ (Α) (κωμική παραποίηση τού ονόματος Κλεώνυμος) αυτός που έχει όνομα παρασίτου, κόλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλαξ, ακος + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα το ω λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει)] …   Dictionary of Greek

  • Ληρόκριτος — Ληρόκριτος, ὁ (Α) λογοπαικτική παραποίηση τού ονόματος τού Δημοκρίτου από τον Επίκουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + κριτος (< κρίνω), πρβλ. Δημό κριτος] …   Dictionary of Greek

  • άλτις — Ιερός δασώδης χώρος στην Ολυμπία κατά την αρχαιότητα, όπου υπήρχαν ο ναός του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπειο, το Μητρώο, οι χάλκινοι ανδριάντες των Ολυμπιονικών, η στοά της Ηχούς, οι θησαυροί των πόλεων και το Πρυτανείο. Αργότερα χτίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • απομίμηση — η (AM ἀπομίμησις) τέλεια μίμηση νεοελλ. 1. αντιγραφή πρωτοτύπου, κατασκευή ομοιώματος 2. παραποίηση με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφία, παραχάραξη 3. συνεκδ. αντίγραφο, πανομοιότυπο …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”